πλήτης

πλήτης
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *pelā- τού πέλας*, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τειχεσιπλήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + πλήτης (< θ. πλητ , με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ τού πέλας* + κατάλ. της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”